- στιμμίζω
- ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι]βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμιμσν.μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)αρχ.χρησιμοποιώ κολλύριο για τα μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.